τάχισται

τάχισται
τάχιστος
fem nom/voc pl
ταχύς
swift
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τάχισθ' — τάχιστα , τάχιστος neut nom/voc/acc pl τάχιστε , τάχιστος masc voc sg τάχισται , τάχιστος fem nom/voc pl τάχιστα , ταχύς swift neut nom/voc/acc pl τάχιστε , ταχύς swift masc voc sg τάχισται , ταχύς swift fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάχιστ' — τάχιστα , τάχιστος neut nom/voc/acc pl τάχιστε , τάχιστος masc voc sg τάχισται , τάχιστος fem nom/voc pl τάχιστα , ταχύς swift neut nom/voc/acc pl τάχιστε , ταχύς swift masc voc sg τάχισται , ταχύς swift fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”